- ενασμενίζω
- και ενασμενίζομαι (AM ἐνασμενίζω)ευχαριστούμαι με κάτι, ικανοποιούμαι, αισθάνομαι χαρά, τό δέχομαι ευχάριστα και πρόθυμα («συμποσίοις ἐπικαίροις ἐνασμενίζω», Φίλ.)νεοελλ.ενασμενίζομαισεμνύνομαι, καυχιέμαι, καμαρώνω για κάτι, (κυρίως ανάρμοστα και άτοπα) («ενασμενίζεται να κάνει επίδειξη τής αριστοκρατικής καταγωγής του, τού πλούτου» κ.λπ.).
Dictionary of Greek. 2013.